- πρωτοτρώγω
- (αόρ. (ε)πρωτόφαγα) μετ. кушать что-л, впервые или первым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτοτρώω — και πρωτοτρώγω Ν 1. τρώω κάτι για πρώτη φορά 2. τρώω πρώτος, πριν από τους άλλους 3. παροιμ. «όποιος πρωτοφάει. στερνοκοιτάζει» δηλώνει ότι εκείνοι που σπαταλούν την περιουσία τους όταν είναι νέοι, στερούνται όταν γεράσουν … Dictionary of Greek